ὑδροφόρου

ὑδροφόρου
ὑδρόφορος
carrying water
masc/fem/neut gen sg
ὑδροφόρος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… …   Dictionary of Greek

  • υδροφορία — η / ὑδροφορία, ΝΑ, και ποιητ. τ. ὑδροφορείη Α [υδροφόρος] η μεταφορά νερού νεοελλ. 1. γεωλ. α) η φυσική συγκράτηση εκμεταλλεύσιμης ποσότητας γλυκού νερού κάτω από την επιφάνεια τής Γης 2. (γεωλ. τεχνολ.) ο τεχνητός εγκλωβισμός εκμεταλλεύσιμων… …   Dictionary of Greek

  • φρεατίδα — η / φρεατίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. χάσμα γης που συγκοινωνεί με υπόγειο υδροφόρο στρώμα 2. ναυτ. καθεμιά από τις θυρίδες υδροφόρου πλοίου, από όπου μπαίνουν οι ναύτες στο κύτος για να τό καθαρίσουν αρχ. υπόγειο όρυγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος +… …   Dictionary of Greek

  • όαση — Γόνιμη εδαφική έκταση μέσα σε μια έρημο. Βασικός όρος για την ύπαρξη ο. είναι η παρουσία νερού, που κάνει γόνιμη μια έκταση, περισσότερο ή λιγότερο ευρεία, ανάλογα με την αφθονία του. Συχνά ο εφοδιασμός της ο. σε νερό γίνεται από τον υπόγειο… …   Dictionary of Greek

  • Αργολίδα — Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Πελοποννήσου. Στην αρχαιότητα το όνομα αυτό είχε η περιοχή που εκτεινόταν από τον Ισθμό της Κορίνθου έως τη βορειοανατολική Πελοπόννησο, από τον Σαρωνικό και Κορινθιακό έως τον Αργολικό κόλπο στα Ν, την Αρκαδία …   Dictionary of Greek

  • αρτεσιανά φρέατα — Πηγάδια που συγκοινωνούν με υπόγειο βαθύ υδροφόρο στρώμα και από τα οποία αναβλύζει νερό (ή σε άλλες περιπτώσεις πετρέλαιο). Το υδροφόρο στρώμα ανάμεσα σε δύο αδιαπέραστα πετρώματα τροφοδοτείται με νερό από μια επιφανειακή έκταση (επιφάνεια… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απειράνθου (Νάξου) — Το μουσείο λειτούργησε για πρώτη φορά το 1996 και από τότε έχει αναπτύξει πλούσια δράση, διοργανώνοντας συνέδρια που έχουν σχέση με τη χλωρίδα και την πανίδα της Νάξου και εκδηλώσεις για την οικολογία. Στο τμήμα του μουσείου που είναι αφιερωμένο… …   Dictionary of Greek

  • Χανίων, νομός — Διοικητική διαίρεση της δυτικής Κρήτης, στο δυτικό άκρο της. Συνορεύει στα Α με τον νομό Ρεθύμνης, και στις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από τη θάλασσα. Έχει έκταση 2.376 τ. χλμ. και πληθυσμό ; κατ. Διοικητικά ο νομός χωρίζεται σε 5 επαρχίες:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”